Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οπαίο το [opéo] Ο39 : άνοιγμα στη στέγη των αρχαίων κτιρίων που χρησίμευε για φωτισμό και ως έξοδος για τον καπνό.
[λόγ. < ελνστ. ὀπαῖον (δες στο οπή)]



