Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οπίσθιος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
οπίσθιος, επίθ.
  • Που βρίσκεται πίσω:
    • τους εμπροσθίους πολεμίους ή τους οπισθίους (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 408).
  • Το ουδ. στον πληθ. ως ουσ. = το πίσω μέρος του σώματος, τα πισινά:
    • τα μεν εμπρόσθια έχει (ενν. ο μυρμηκολέων) λέοντος, τα δε οπίσθα μύρμηκος (Φυσιολ. (Sbord.) 741
    • φρ. γυρίζω εις τα οπίσθιά μου = στρέφω τα νώτα:
      • (Τζάνε, Κατάν. 181).

[αρχ. επίθ. οπίσθιος. Η λ. και σήμ. λόγ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οπίσθιος -α -ο [opísθios] Ε6 : 1. (λόγ.) που βρίσκεται στο πίσω μέρος, πισινός. ANT πρόσθιος, εμπρόσθιος: Όχημα με οπίσθια κίνηση, στο οποίο η κίνηση μεταβιβάζεται από τη μηχανή στους πίσω τροχούς. 2. (ως ουσ.) τα οπίσθια, οι γλουτοί: Tου έδωσε μια κλοτσιά στα οπίσθια. Στρέφω τα οπίσθια σε κπ., ως ένδειξη αδιαφορίας ή περιφρόνησης.

[λόγ. < αρχ. ὀπίσθιος, ουδ. πληθ. ὀπίσθια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες