Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οξύ
65 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οξύ το [oksí] Ο γεν. οξέος, πληθ. οξέα, γεν. οξέων : χημική ένωση που περιέχει ένα ή περισσότερα άτομα υδρογόνου, το οποίο, όταν διαλυθεί, παίρνει τη μορφή κατιόντος: Οξέα, βάσεις και άλατα. Aνόργανα / οργανικά οξέα. Θειικό / υδροχλωρικό / νιτρικό ~. Mυρμηκικό* / οξικό* / υδροχλωρικό ~.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. ὀξύς σημδ. γερμ. Säure ή γαλλ. acide]

[Λεξικό Κριαρά]
όξυ το.
  • Ξινό κρασί:
    • η άνωθεν κερα-Καλίτσα να πλερώνεται τον άνωθεν μούστο … ως πάγει το κρασί ως όξυ το πλέα ακριβότερο (Βαρούχ. 17911).

[<ουσ. όξος + κατάλ. υ]

[Λεξικό Κριαρά]
οξύ, επίρρ.
  • 1) Γρήγορα:
    • την τεκούσαν έτυπτον οξύ δραμείν και τρέχειν (Ταμυρλ. 65).
  • 2) (Σε μεταφ.) με αιχμηρότητα, με οξύτητα:
    • το … κάλλος οξύτερον και του βέλους τιτρώσκει (Διγ. Gr. 1227).

[αρχ. επίρρ. οξύ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οξυ- 1 [oksi] & οξύ- [oksí], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετα ονόματα. 1. (επιστ.) προσδίδει στο β' συνθετικό την ιδιότητα του οξύς, μυτερός, αιχμηρός: (βοτ., ζωολ.) οξύρριζα, οξύρρυγχα· (ιατρ.) για απόκλιση από την κανονική διάπλαση του μέρους του σώματος που εκφράζει το β' συνθετικό: οξύγναθος, ~κέφαλος, οξύρρινος· ~γναθία, ~κεφαλία. 2. δηλώνει ότι γίνεται εύκολα, γρήγορα αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ~μαθής, ~τόκος. ANT βραδυ-. 3. δηλώνει την ύπαρξη σε μεγάλο βαθμό της ιδιότητας που εκφράζει ή συνεπάγεται το β' συνθετικό: οξύνους, οξύνοια. ANT βραδυ-.

[λόγ. < αρχ. ὀξυ- θ. του επιθ. ὀξύ(ς) `μυτερός΄ ως α' συνθ.: αρχ. ὀξυ-γώνιος, μσν. οξύ-νους & διεθ. oxy- < αρχ. ὀξυ-: οξύ-γναθος < oxy- + gnathous]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οξυ- 2 : (χημ.) α' συνθετικό που αναφέρεται στα οξέα ή στις χημικές ενώσεις που περιέχουν οξυγόνο: ~βενζόλιο, ~υδρογόνο, ~θειούχος.

[λόγ. < διεθ. oxy- (με βάση το γαλλ. oxy-gène = οξυζενέ) < αρχ. ὀξύ(ς) `έντονος στη γεύση, ξινός΄ (πρβ. οξυ- 1, ξινός): οξυ-υδρογόνο < διεθ. oxy-hydrogen]

[Λεξικό Κριαρά]
οξύα η, (Θησ. ΙΆ [226]).

[αρχ. ουσ. οξύα. Τ. οξά και οξέ σήμ. κρητ. Τ. οξέα τον 4. αι. και σήμ. ιδιωμ. Τ. οξιά στο Somav. (λ. οξυά) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οξύαυλος ο [oksíavlos] Ο19 : το όμποε.

[λόγ. οξύ(ς) + αυλ(ός) -ος μτφρδ. γαλλ. hautbois (σύγκρ. όμποε)]

[Λεξικό Κριαρά]
οξύγαλα το· 'ξύγαλα· οξύγαλαν· γεν. 'ξυγάλατος· οξυγάλακτος· οξυγάλατος.
— Βλ. και οξύγαλον.
  • Ξινόγαλο:
    • δρουβανιστόν οξύγαλαν (Προδρ. III 179 χφ G κριτ. υπ).

[αρχ. ουσ. οξύγαλα. Ο τ. 'ξύγαλα και σήμ. ποντ. Πβ. ξινόγαλα σήμ. Η λ. και διάφ. τ. της σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
οξυγαλατάς ο.
  • Αυτός που πουλά ξινόγαλο:
    • Εάν ήμουν οξυγαλατάς, οξύγαλον να επώλουν (Προδρ. III 176).

[<γεν. του ουσ. οξύγαλα ‑γάλατος + κατάλ. ‑άς]

[Λεξικό Κριαρά]
οξύγαλον το· 'ξύγαλον.
— Βλ. και οξύγαλα.
  • Ξινόγαλο:
    • ας νηστεύει το κρέας, τον οίνον και το 'ξύγαλον (Ιατροσόφ. 994).

[<ουσ. οξύγαλα αναλογ. με τα ουσ. σε ‑ον· πβ. τα ουσ. ρυζόγαλον και τυρόγαλον. Διάφ. τ. της λ. σήμ. ιδιωμ. Πβ. λ. ξινόγαλο σήμ.]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...7   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες