Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οξυζενέ το [oksizené] Ο (άκλ.) : διάλυμα υπεροξειδίου του υδρογόνου σε νερό: Tο ~ έχει οξειδωτικές και αντισηπτικές ιδιότητες ενώ χρησιμοποιεί ται και για αποχρωματισμό.
[γαλλ. oxygéné (δες στο οξυγόνο)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οξυζενές ο [oksizenés] Ο13 : (προφ.) οξυζενέ.
[< οξυζενέ -ς για προσαρμ. στο μορφολ. σύστημα της δημοτ.]



