Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οξυγόνωση η [oksiγónosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του οξυγονώνω: ~ του νερού. ~ του αίματος, εμπλουτισμός του φλεβικού αίματος με οξυγόνο.
[λόγ. οξυγονω- (δες οξυγονώνω) -σις > -ση]



