Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ονόρε
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ονόρε το [onóre] Ο (άκλ.) : μόνο στην έκφραση για το ~, για απόκτηση κοινωνικού κύρους: Θέλει να βγει βουλευτής μόνο για το ~.

[ιταλ. onore]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go