Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ονομαστική
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ονομαστική η [onomastikí] Ο29 : (γραμμ.) η πτώση των κλιτών μερών του λόγου (και συγκεκριμένα του άρθρου, του ουσιαστικού, του επιθέτου, της αντωνυμίας και της μετοχής) με την οποία δηλώνεται το υποκείμενο: ~ ενικού / πληθυντικού αριθμού. Σχηματισμός / χρήση της ονομαστικής. H ~ ως υποκείμενο / κατηγορούμενο / προσδιορισμός. Σύνταξη της ονομαστικής με προθέσεις.

[λόγ. < ελνστ. ὀνομαστική]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες