Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ονειροπόληση η [oniropólisi] Ο33 : φυγή από την πραγματικότητα, βίωση ονειρικών καταστάσεων· ονειροπόλημα: Προτιμά την ~ από τη δράση.
[λόγ. < ελνστ. ὀνειροπόλη(σις) `όνειρο΄ -ση σημδ. γαλλ. rêverie, rêvasserie]



