Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ονειροκρίτης
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ονειροκρίτης ο [onirokrítis] Ο10 : λαϊκό βιβλίο που περιέχει ερμηνείες ονείρων.

[λόγ. < ελνστ. ὀνειροκρίτης `ερμηνευτής ονείρων΄]

[Λεξικό Κριαρά]
ονειροκρίτης ο.
  • Αυτός που εξηγεί, που ερμηνεύει τα όνειρα:
    • (Ερμον. Η 233), (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 148v).

[μτγν. ουσ. ονειροκρίτης. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go