Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ονείραμα
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
ονείραμα το.
  • Όραμα, οπτασία:
    • η αυθεντία και έπαρσις και η καταδεξοσύνη ως πλάσιν ονειράματος ούτως εβλέπει ο κόσμος (Φλώρ. μετά 1843 κριτ. υπ).

[πιθ. <συμφ. των ουσ. όνειρο + όραμα. Λ. ‑ρεμα στο Somav.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go