Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ομόψυχος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ομόψυχος, επίθ.
  • 1) Που έχει την ίδια ψυχή, τα ίδια αισθήματα, τα ίδια φρονήματα (με κάπ. άλλον):
    • συ, ο ομόψυχος και ομοπάτριος εμός αδελφός (Δούκ. 21928· Χριστ. διδασκ. 439).
  • 2) Σύμφωνος· ενωμένος, μονοιασμένος (με άλλον ή άλλους):
    • (Αχιλλ. (Smith) N 290
    • είναι όλοι ομόψυχοι, πάνυ αγαπημένοι (ενν. οι Σαρακηνοί) (Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. II 78).
  • Το θηλ. ως ουσ. = σύντροφος, σύζυγος:
    • πικρόν το βλέπειν την σην ομόψυχον νεκράν (Καλλίμ. 1441).

[μτγν. επίθ. ομόψυχος. Η λ. και σήμ. λόγ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ομόψυχος -η -ο [omópsixos] Ε5 : που χαρακτηρίζεται από ομοψυχία· ομόθυμος. ομόψυχα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ὁμόψυχος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go