Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ομόφρων
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ομόφρων, επίθ.· αιτιατ. πληθ. ομοφρόνους.
  • Που έχει τις ίδιες ιδέες, το ίδιο φρόνημα με κάπ. άλλο, ομοϊδεάτης:
    • (Προδρ. IV 265).

[αρχ. επίθ. ομόφρων. Η λ. και σήμ. λόγ. (ΛΚΝ)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ομόφρων -ων -ον [omófron] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ.) που έχει τις ίδιες ιδέες, τις ίδιες απόψεις με κπ. άλλον· ομόφρονας. || (ως ουσ.).

[λόγ. < αρχ. ὁμόφρων]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες