Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ομόνοιαση η· 'μόνοιαση.
-
- Συμφιλίωση, μόνοιασμα· ομόνοια, σύμπνοια:
- (Αχέλ. 520).
[<ομονοιάζω + κατάλ. ‑ση]
- Συμφιλίωση, μόνοιασμα· ομόνοια, σύμπνοια:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<ομονοιάζω + κατάλ. ‑ση]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |