Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ομφαλοσκόπος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ομφαλοσκόπος ο [omfaloskópos] Ο18 : 1. (σπάν.) αυτός που έκανε ομφαλοσκοπία1. 2. (μτφ.) αυτός που ομφαλοσκοπεί, που επικεντρώνει όλο του το ενδιαφέρον στον εαυτό του με συνέπεια να αδρανεί ή να αδιαφορεί για τον κοινωνικό περίγυρο: Άνθρωπος ακοινώνητος και ~, αδιάφορος ή και εχθρικός για τους άλλους.

[λόγ. ομφαλοσκοπ(ία) -ος (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες