Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ομπρελοθήκη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ομπρελοθήκη η [ombreloθíki] Ο30 : ειδικό έπιπλο, στο οποίο τοποθετούν τις ομπρέλες.

[λόγ. ομπρέλ(α) -ο- + -θήκη]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go