Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ομοσμένα
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
ομοσμένα, επίρρ.· 'μοσμένα.
  • Με όρκο, ενόρκως:
    • ήθελα και από σε να δω τό τάσσεσαι 'μοσμένα (Φαλιέρ., Ιστ. 740).

[<μτχ. παρκ. του ομόνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go