Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ομοσμένα, επίρρ.· 'μοσμένα.
-
- Με όρκο, ενόρκως:
- ήθελα και από σε να δω τό τάσσεσαι 'μοσμένα (Φαλιέρ., Ιστ. 740).
[<μτχ. παρκ. του ομόνω]
- Με όρκο, ενόρκως:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<μτχ. παρκ. του ομόνω]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |