Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ομοπάτριος, επίθ.· πληθ. ομοπάτροι.
-
- Που προέρχεται από τον ίδιο πατέρα:
- (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 358).
[αρχ. επίθ. ομοπάτριος. Η λ. και σήμ.]
- Που προέρχεται από τον ίδιο πατέρα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ομοπάτριος -α -ο [omopátrios] Ε6 : για αδέλφια που έχουν τον ίδιο πατέρα όχι όμως και την ίδια μητέρα· (πρβ. ετεροθαλής).
[λόγ. < αρχ. ὁμοπάτριος]



