Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ομομήτριος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ομομήτριος επίθ.· πληθ. ομομήτροι.
  • (Προκ. για αδέλφια) που έχουν γεννηθεί από την ίδια μητέρα:
    • (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. )7

[αρχ. επίθ. ομομήτριος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ομομήτριος -α -ο [omomítrios] Ε6 : για αδέλφια που έχουν την ίδια μητέρα όχι όμως και τον ίδιο πατέρα· ομογάστριος· (πρβ. ετεροθαλής).

[λόγ. < αρχ. ὁμομήτριος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες