Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ομολογουμένως
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ομολογουμένως [omoloγuménos] επίρρ. : όπως όλοι παραδέχονται: Ο φετινός χειμώνας ~ ήταν πολύ βαρύς.

[λόγ. < αρχ. ὁμολογουμένως]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go