Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ομοιώνω.
-
- (Ενεργ. και μέσ.· με επόμ. γεν., αιτιατ. ή δοτ.) γίνομαι όμοιος, εξομοιώνομαι:
- θέλει ομοιώσει … του πιστού ανθρώπου (Ασσίζ. 2513)·
- να τον ομοιώνεται εις την δικαιοσύνην (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 412· Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. 46r).
[αρχ. ομοιόω. Η λ. στο Βλάχ.]
- (Ενεργ. και μέσ.· με επόμ. γεν., αιτιατ. ή δοτ.) γίνομαι όμοιος, εξομοιώνομαι:



