Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ομοιο
25 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ομοιο- [omio] & ομοιό- [omió], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα και τα παράγωγά τους· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο παρουσιάζει ομοιότητα, ταυτότητα με κάποιο άλλο ως προς το στοιχείο που εκφράζει το β' συνθετικό: ~κατάληκτος, ομοιόμορφος, ~σχημάτιστος, ομοιότυπος, ομοιόχρονος, ~χρώματος· ~καταληξία, ~μορφία· ~καταληκτώ· ~σύλλαβος, ισοσύλλαβος. || σε επιστημονικούς όρους με ειδική κάθε φορά σημασία: ~παθητική.

[λόγ. < ελνστ. ὁμοιο- θ. του αρχ. επιθ. ὅμοιο(ς) ως α' συνθ.: ελνστ. ὁμοιό-μορφος & διεθ. homoio-, homeo- < ελνστ. ὁμοιο-: ομοιό-θερμος, ομοιο-παθητική < homoio- + -termic, homeo- + -pathy]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ομοιόβαθμος -η -ο [omióvaθmos] Ε5 : που έχει τον ίδιο βαθμό3 με κπ. άλλον: Ομοιόβαθμοι υπάλληλοι στην υπαλληλική ή άλλη ιεραρχία.

[ λόγ. ομοιο- + βαθμ(ός) -ος μτφρδ. γαλλ. du même grade]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ομοιογένεια η [omiojénia] Ο27 : η ιδιότητα του ομοιογενούς. ANT ανομοιογένεια: H ~ του πληθυσμού μιας χώρας / μιας ηγετικής ομάδας. Kείμενο χωρίς γλωσσική ~.

[λόγ. < ελνστ. ὁμοιογένεια `ομοιότητα φυλής ή είδους΄ σημδ. γαλλ. homogénéité (homo- = ομο- με τροπή σε ομοιο- ίσως για διάκρ. από τη λ. ομογένεια)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ομοιογενής -ής -ές [omiojenís] Ε10 : ANT ετερογενής, ανομοιογενής. 1. που ανήκει στο ίδιο γένος ή είδος με άλλον, που έχει την ίδια προέλευση, ίδιους σκοπούς, τάσεις κτλ.: Ομοιογενή φαινόμενα. H κυβέρνηση αποτελείται από ομοιογενή στοιχεία. 2. που αποτελείται από όμοια στοιχεία: Ομοιογενής πληθυσμός.

[λόγ. < αρχ. ὁμοιογενής `συγγενικού γένους΄ σημδ. γαλλ. homogène]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ομοιόθερμος -η -ο [omióθermos] Ε5 : (ζωολ.) για ζώα που η θερμοκρασία του σώματός τους είναι ανεξάρτητη από εκείνη του περιβάλλοντος. ANT ποικιλόθερμος: Ομοιόθερμα ζώα είναι τα θηλαστικά και τα πτηνά. || (ως ουσ.) τα ομοιόθερμα.

[λόγ. < αγγλ. homoiotherm < homoio- = ομοιο- + αρχ. θερμός (πρβ. ελνστ. ή μσν. ὁμοιόθερμος `εξίσου θερμός΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ομοιοκατάληκτος -η -ο [omiokatáliktos] Ε5 : (για στίχους) που ομοιοκαταληκτούν μεταξύ τους. ANT ανομοιοκατάληκτος.

[λόγ. < ελνστ. ὁμοιοκατάληκτος `(γραμμ.) που έχει όμοια κατάληξη΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ομοιοκαταληκτώ [omiokataliktó] Ρ10.9α : για στίχους που τους χαρακτηρίζει η ομοιοκαταληξία: Ο πρώτος στίχος ομοιοκαταληκτεί με τον τρίτο και ο δεύτερος με τον τέταρτο.

[λόγ. < ελνστ. ὁμοιοκαταληκτῶ `έχω παρόμοιες καταλήξεις΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ομοιοκαταληξία η [οmiokataliksía] Ο25 : η επανάληψη του ίδιου ήχου στο τέλος δύο ή περισσότερων στίχων ενός ποιήματος· ρίμα: Zευγαρωτή / πλεχτή / σταυρωτή ~. Πλούσια ~, όταν οι λέξεις που ομοιοκαταληκτούν διαφέρουν πολύ μεταξύ τους από ετυμολογική, σημασιολογική ή μορφολογική άποψη. ANT φτωχή ~.

[λόγ. < μσν. ομοιοκαταληξία `(γραμμ.) ομοιότητα καταλήξεων΄ < ομοιοκατάληκ(τος) -σία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ομοιομέρεια η [omioméria] Ο27 : η ιδιότητα του ομοιομερούς. ANT ανομοιομέρεια.

[λόγ. < ελνστ. ὁμοιομέρεια]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ομοιομερής -ής -ές [omiomerís] Ε10 : που αποτελείται από όμοια μέρη. ANT ανομοιομερής.

[λόγ. < αρχ. ὁμοιομερής]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες