Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ομοθυμαδόν [omoθimaδón] επίρρ. τροπ. : (λόγ.) με ομοθυμία, ομόθυμα.
[λόγ. < αρχ. ὁμοθυμαδόν]
[Λεξικό Κριαρά]
- ομοθυμαδόν, επίρρ.
-
- 1) Ομόψυχα:
- (Διήγ. παιδ. 456), (Ιστ. Ηπείρ. XXXI6-7).
- 2) Μαζί:
- ομοθυμαδόν εν τῃ εκκλησίᾳ συνάγονται (Φυσιολ. 3639)·
- ομοθυμαδόν τούτους ετροπώσατο (Ψευδο-Σφρ. 22010).
[αρχ. επίρρ. ομοθυμαδόν]
- 1) Ομόψυχα:



