Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ομοεθνής -ής -ές
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ομοεθνής -ής -ές [omoeθnís] Ε10 : (για πρόσ.) που ανήκει στο ίδιο έθνος με κπ. άλλο. ANT αλλοεθνής. || (συνήθ. ως ουσ.) ο ομοεθνής.

[λόγ. < αρχ. ὁμοεθνής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες