Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ομοίως, επίρρ.· όμοιως· ομοιώς.
-
- 1)
- α) Με τον ίδιο τρόπο· παρομοίως:
- (Προδρ. IV 529 χφφ VPK κριτ. υπ.), (Ερμον. B 9, Λ 310)·
- β) (με επόμ. το και):
- (Θρ. Κυπρ. Μ 420), (Ερμον. Λ 60)·
- γ) (με προηγ. το άρθρο το):
- η θυγατέρα του Φαραώ … είχε το (ενν. το παιδί) ώσπερ υιόν της και το ομοίως το αγάπα και ο Φαραώ (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 155r).
- α) Με τον ίδιο τρόπο· παρομοίως:
- 2)
- α) Επίσης, ακόμη, καθώς:
- (Βέλθ. 956), (Σφρ., Χρον. 11619)·
- β) (με επόμ. το και):
- απήρα το σκουτάριν μου, ομοιώς και την θαμπούραν (Διγ. Z 3021)·
- γ) (με προηγ. το άρθρο το):
- την μεγάλην νηστείαν οπού έκαμε ο Αδάμ το ομοίως και η Εύα (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 78r).
- α) Επίσης, ακόμη, καθώς:
- 3) Εξίσου, στον ίδιο βαθμό:
- πε μου άλλος α βρίσκεται ωσάν εμέν ομοίως σε τύχη (Βεντράμ., Φιλ. 16)·
- (με γεν.):
- ομοίως της τιμής σου (Πικατ. 511).
[αρχ. επίρρ. ομοίως. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ομοίωση η [omíosi] Ο33 : μόνο στην έκφραση κατ΄ εικόνα και καθ΄ ~ / ομοίωσιν, για πολύ μεγάλη ομοιότητα.
[λόγ. < ελνστ. ὁμοίω(σις) -ση `ομοιότητα΄, αρχ. σημ.: `το να κάνεις κτ. όμοιο΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- ομοίωσις η.
-
- 1) Το να γίνει κάπ. όμοιος με κάπ. άλλο, ομοιότητα (εδώ θεολ. προκ. για την ομοιότητα του ανθρώπου με το Θεό):
- ας κάμομεν τον άνθρωπον κατά την εδικήν μας εικόνα και … ομοίωσιν (Χριστ. διδάσκ. 29)·
- έκφρ. το καθ’ ομοίωσιν = το γεγονός ότι ο άνθρωπος πλάστηκε με τη δυνατότητα να γίνει όμοιος με το Θεό:
- (Γλυκά, Αναγ. 401).
- 2) Εμφάνιση, μορφή, παρουσιαστικό· έκφρ. εις ομοίωσιν (κάπ.) = με τη μορφή (κάπ.):
- ήλθε το πνεύμα το Άγιον εις ομοίωσιν μιας περιστεράς (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 289v).
[αρχ. ουσ. ομοίωσις. Η λ. και σήμ. λόγ. (‑η, ΛΚΝ)]
- 1) Το να γίνει κάπ. όμοιος με κάπ. άλλο, ομοιότητα (εδώ θεολ. προκ. για την ομοιότητα του ανθρώπου με το Θεό):