Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ομο
157 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ομο- [omo] & ομό- [omó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ομ- [om], συνήθ. σε παλαιότερη σύνθεση, όταν το β' συνθετικό άρχιζε από φωνήεν : α' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετα κυρίως επίθετα και τα παράγωγά τους· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει ίδιο, κοινό με κάποιον άλλο αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ~ειδής, ομόθυμος, ~ϊδεάτης, ~τράπεζος, ομόφωνος· ~θυμία, ~φωνία. || με την έννοια του συγχρόνως: ~βροντία. || συχνά σε επιστημονικούς όρους με ειδική κάθε φορά σημασία: ομόλογος, ~γραφικός· ~γονία, ~γραφία, ~λογία· (ζωολ.) ομόδοντα, ζώα που η οδόντωσή τους περιλαμβάνει δόντια ίδιας μορφής και λειτουργίας· (χημ.) για χημική ένωση ομόλογη προς άλλη.

[λόγ. < αρχ. ὁμ(ο)- θ. του επιθ. ὁμό(ς) `κοινός΄ ως α' συνθ.: αρχ. ὁμό-γλωσσος, ὁμο-γάστριος & διεθ. homo- < αρχ. ὁμο-: ομό-κεντρος < νλατ. homocentricus, ομό-γραφα < γαλλ. homographes]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ομοαξονικός -ή -ό [omoaksonikós] Ε1 : (τεχνολ.) που έχει τον ίδιο άξονα με κτ. άλλο: Ομοαξονικοί τροχοί / κύλινδροι / έλικες. Ομοαξονικό καλώδιο, που αποτελείται από δύο ομοαξονικούς αγωγούς και είναι κατάλληλο για μετάδοση σημάτων υψηλής συχνότητας.

[λόγ. ομο- + αξονικός μτφρδ. αγγλ. coaxial]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ομοβροντία η [omovrondía] Ο25 : 1. η ταυτόχρονη εκπυρσοκρότηση πολλών πυροβόλων όπλων: ~ τουφεκιών / κανονιών. 2. (μτφ.) για ενέργειες που χαρακτηρίζονται από ένταση και συχνότητα: ~ χειροκροτημάτων / ύβρεων / επικρίσεων.

[λόγ. ομο- + βροντ(ή) -ία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ομογάλακτος -η -ο [omoγálaktos] Ε5 : ~ αδελφός, που έχει θηλάσει από την ίδια γυναίκα με κπ. άλλο, η οποία όμως είναι μητέρα μόνο του ενός.

[λόγ. < ελνστ. ὁμογάλακτος (αρχ. οἱ ὁμογάλακτες)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ομογάστριος -α -ο [omoγástrios] Ε6 : για αδέλφια που έχουν την ίδια μητέρα όχι όμως και τον ίδιο πατέρα· ομομήτριος· (πρβ. ετεροθαλής).

[λόγ. < αρχ. ὁμογάστριος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ομογένεια η [omojénia] Ο27 : 1. η ιδιότητα του ομογενούς. 2. το σύνολο των ατόμων ελληνικής καταγωγής που ζουν μόνιμα στο εξωτερικό, ιδίως σε ορισμένη χώρα: H (ελληνική) ~ των HΠA. Οργανώσεις της ομογένειας.

[λόγ. < ελνστ. ὁμογένεια `κοινότητα καταγωγής΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ομογενειακός -ή -ό [omojeniakós] Ε1 : που ανήκει σε ορισμένη ομογένεια2 ή γενικά έχει σχέση με αυτή: Οι ομογενειακές οργανώσεις των HΠA, οι οργανώσεις των ομογενών.

[λόγ. ομογένει(α) -ακός]

[Λεξικό Κριαρά]
ομογενής, επίθ.
  • Που ανήκει στην ίδια φυλή ή εθνότητα·
    • (εδώ ως ουσ.):
      • τοις ομογενείς … και ομοφύλοις (Σπαν. (Λάμπρ.) Va 388).

[αρχ. επίθ. ομογενής. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ομογενής -ής -ές [omojenís] Ε10 : 1. που ανήκει στο ίδιο γένος με κπ. άλλο. ANT αλλογενής. || (ως ουσ.) ο ομογενής, χαρακτηρισμός για κάθε άτομο ελληνικής καταγωγής που ζει μόνιμα στο εξωτερικό: Tο νοσοκομείο χτίστηκε με δωρεά ενός πλούσιου ομογενή. Οι ομογενείς των HΠA / του Kαναδά / της Aυστραλίας, η ομογένεια. 2. που έχει τις ίδιες ιδιότητες με κτ. άλλο: (φυσ.) Ομογενή ηλεκτρικά / μαγνητικά πεδία. (χημ.) Ομογενείς (χημικές) ενώσεις / αντιδράσεις. Ομογενές μείγμα, που έχει την ίδια σύσταση σε όλα του τα σημεία. (μαθημ.) Ομογενείς εξισώσεις.

[λόγ.: 1: αρχ. ὁμογενής· 2: σημδ. γαλλ. homogène (στη νέα σημ.) < μσνλατ. homogenus < αρχ. ὁμογενής]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ομογενοποιημένος -η -ο [omojenopiiménos] Ε3 : (για μείγμα) που με κατάλληλη επεξεργασία γίνεται ομογενές.

[λόγ. ομογεν(ής) -ο- + -ποιημένος μππ. του -ποιώ απόδ. γαλλ. homogénéisé]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...16   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες