Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ομιλικός, επίθ.
-
- Που υπάρχει ή συμβαίνει ταυτόχρονα με άλλον·
- έκφρ. σ’ ομιλικό = μαζί, συγχρόνως, σε σύνολο:
- (Πιστ. βοσκ. II 5, 230).
- έκφρ. σ’ ομιλικό = μαζί, συγχρόνως, σε σύνολο:
[<ουσ. ομιλία + κατάλ. ‑ικός]
- Που υπάρχει ή συμβαίνει ταυτόχρονα με άλλον·



