Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ομηριστής ο [omiristís] Ο7 : φιλόλογος που ασχολείται με τον Όμηρο και τα ομηρικά ποιήματα.
[λόγ. < αγγλ. homerist < Homer = Όμηρ(ος) -ist = -ιστής (διαφ. το ελνστ. ὁμηριστής `ραψωδός΄)]



