Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ομηρία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ομηρία η [omiría] Ο25 : η κατάσταση του ομήρου.

[λόγ. < ελνστ. ὁμηρία, ὁμηρεία, αρχ. σημ.: `παράδοση ομήρων΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go