Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ομαλίζω.
-
- 1) Κάνω κ. ομαλό, ισοπεδώνω, ισιώνω:
- (Παράφρ. Χων. (v. Dieten) III 13).
- 2) Περιποιούμαι· χαϊδεύω (πιθ. «στρώνοντας» το τρίχωμα ζώου), κανακεύω:
- Κτενίζουσιν, παστρεύουσιν και ομαλίζουσίν με (ενν. το άλογον) (Διήγ. παιδ. 766).
- 3) (Μτφ.) ηρεμώ, καταπραΰνω:
- μετά γλυκυτάτων λόγων ομαλίζει τας καρδίας (Ερμον. Θ 299).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = (για τόπο) ομαλός, ισόπεδος:
- κάμπον ομαλισμένον (Λόγ. παρηγ. L 136).
[αρχ. ομαλίζω. Τ. 'μαλίζω σήμ. κρητ., κυπρ. και ποντ. Η λ. και σήμ. ποντ.]
- 1) Κάνω κ. ομαλό, ισοπεδώνω, ισιώνω:



