Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ομήγυρις
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
ομήγυρις η.
  • Σύναξη, συγκέντρωση:
    • (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1785), (Απολλών. 648).

[αρχ. ουσ. ομήγυρις. Τ. ομήρη σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ. (‑η)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go