Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ολόχρυσος, επίθ.· 'λόχρουσος· 'λόχρυσος· ολόχρουσος.
-
- 1)
- α) Που είναι κατασκευασμένος από καθαρό χρυσάφι:
- (Φλώρ. 1489), (Διγ. Esc. 1681), (Ερωτόκρ. Β́ 2038)·
- β) (προκ. για το τρίχωμα του χρυσόμαλλου δέρατος):
- (Πόλ. Τρωάδ. 371).
- α) Που είναι κατασκευασμένος από καθαρό χρυσάφι:
- 2) Που όλη η επιφάνειά του είναι διακοσμημένη, καλυμμένη με χρυσάφι:
- 'λόχρουσα βαγγέλια (Ανακάλ. 64)·
- Το τείχος ήτον … ολόχρυσον απέξω (Καλλίμ. 178).
- 3) (Προκ. για υφάσματα, ρούχα, κλπ.) υφασμένος με χρυσή κλωστή, χρυσοΰφαντος:
- πανίν ευγενικόν, ολόχρυσον καθόλου (Πόλ. Τρωάδ. 7239)·
- ολόχρυσα βλαττία (Διγ. Esc. 574).
- 4)
- α) (Προκ. για μαλλιά) κατάξανθος:
- (Θησ. Ζ́ [711]), (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [1178])·
- β) (συνεκδ., προκ. για κεφάλι) που έχει κατάξανθα μαλλιά:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [310]).
- α) (Προκ. για μαλλιά) κατάξανθος:
- 5) (Μεταφ.) ακριβός, πολυαγαπημένος:
- σε αγάπησα, ψυχή μου και καρδία, πέρδικα σ’ έχω ολόχρυση (Διγ. Α 1970).
[αρχ. επίθ. ολόχρυσος. Ο τ. 'λ‑ και σήμ. ποντ. Ο τ. ‑χρου‑ και σήμ. ιδιωμ. Τ. ολόγρουσος και ολόγρυσος σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ολόχρυσος -η -ο [olóxrisos] Ε5 : 1. που είναι κατασκευασμένος στο σύνολό του από χρυσάφι: Ένα ολόχρυσο στεφάνι, από τα πολυτιμότερα ευρήματα του αρχαίου τάφου. 2. που έχει έντονο χρυσαφί χρώμα: Tα ολόχρυσα μαλλιά της ανέμιζαν στον αέρα.
[αρχ. ὁλόχρυσος]



