Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ολόσβηστος, επίθ.
-
- 1) Εντελώς σβηστός·
- (μεταφ.) που μένει στην αφάνεια:
- ολόσβηστα επομείνασι της ομορφιάς τα πλούτη (Ερωτόκρ. Β́ 2222).
- (μεταφ.) που μένει στην αφάνεια:
- 2) (Προκ. για πρόσωπο) κατάπληκτος, αποσβολωμένος:
- το δειν της … εχάθη ο λογισμός του, απόμεινεν ολόσβηστος (Ριμ. Απολλων. [1699]).
[<ολο‑ + επίθ. σβηστός]
- 1) Εντελώς σβηστός·