Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ολόλευκος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ολόλευκος, επίθ.
  • 1)
    • α) Κάτασπρος, κατάλευκος:
      • (Θησ. ΙΆ [512]), (Φυσιολ. 34215
    • β) (προκ. για είδος περιστεριών):
      • (Φυσιολ. (Zur.) XII 17).
  • 2) (Μεταφ. προκ. για το Χριστό) αμόλυντος, αναμάρτητος:
    • (Φυσιολ. 34218).
  • 3) Που έχει κάτασπρη, πολύ ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα:
    • άσπρη πολλά κι ολόλευκη (ενν. η κόρη) (Θησ. ΙΒ́ [534] (έκδ. άπορη)).
  • 4) (Προκ. για γυναικεία μορφή που απαυγάζει λευκή λάμψη):
    • (Λίβ. Esc. 485).

[αρχ. επίθ. ολόλευκος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ολόλευκος -η -ο [olólefkos] Ε5 : που είναι εντελώς λευκός, που είναι μόνο άσπρος χωρίς να συνδυάζεται με άλλα χρώματα· κατάλευκος, κάτασπρος.

[λόγ. < αρχ. ὁλόλευκος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go