Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ολόγλυκα, επίρρ.
-
- Πολύ γλυκά·
- (μεταφ.) πολύ τρυφερά:
- εκάθετον (ενν. ο Θησεύς) με την νεόνυφόν του, ολόχαρα κι ολόγλυκα (Θησ. Β́ [22]).
- (μεταφ.) πολύ τρυφερά:
[<επίθ. ολόγλυκος. Η λ. και σήμ. (ΑΛΝΕ)]
- Πολύ γλυκά·



