Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ολόγερος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ολόγερος, επίθ.
  • 1) Εντελώς γερός, υγιέστατος:
    • λέγει τον πάλ’ ο ιατρός: « … γλήγορα θέλεις σηκωθείν, ολόγερος να είσαι» (Αιτωλ., Μύθ. 4210).
  • 2) Άφθαρτος, αβλαβής, ακέραιος:
    • αγίους … απεθαμένους και τα σώματα αυτών στέκονται ολόγερα (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 16v).

[<ολο + επίθ. γερός. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες