Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ολυμπισμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ολυμπισμός ο [olimbizmós] Ο17 : ο θεσμός των ολυμπιακών αγώνων καθώς και οι ιδέες που τους διέπουν: H εμπορευματοποίηση των ολυμπιακών αγώνων δε συντελεί στην ανάπτυξη του πνεύματος του ολυμπισμού.

[λόγ. < γαλλ. olympisme < olymp(ique) (δες ολυμπιακός) -isme = -ισμός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go