Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ολυμπιονίκης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ολυμπιονίκης ο [olimbioníkis] Ο10 θηλ. ολυμπιονίκης [olimbioníkis] : νικητής σε ολυμπιακούς αγώνες: Πρώτος / δεύτερος / τρίτος ~. H υποδοχή των ολυμπιονικών μας.

[λόγ. < αρχ. ὀλυμπιονίκης· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go