Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ολοχρονίς
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ολοχρονίς [oloxronís] επίρρ. χρον. : (λογοτ.) καθ΄ όλη τη διάρκεια του έτους. || συνεχώς.

[φρ. όλ(ος) -ο- + χρόν(ος) -ίς κατά τα άλλα επιρρ. σε -ίς: νωρίς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go