Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ολοφάνερα, επίρρ.
-
- Τελείως φανερά, ολοκάθαρα:
- βλέπ’ ολοφάνερα κι είσαι κοντά να κλάψεις (Κυπρ. ερωτ. 1504· Σοφιαν., Γραμμ. 82).
[<επίθ. ολοφάνερος. Η λ. και σήμ.]
- Τελείως φανερά, ολοκάθαρα: