Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ολοσχερώς
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ολοσχερώς, επίρρ.
  • α) Ολότελα, εντελώς, τελείως:
    • απήλθον … εις τας βίγλας τους ατάκτους ολοσχερώς σπεύδοντες αφανίσαι (Διγ. Gr. 2731
  • β) σε υπερβολικό βαθμό:
    • πυρ όλος εγενόμην του έρωτος ολοσχερώς εν εμοί αυξηθέντος (Διγ. Gr. 2285· 2787).

[αρχ. επίρρ. ολοσχερώς (TLG). Η λ. και σήμ. λόγ. (ΛΚΝ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες