Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ολοσχερής -ής -ές
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ολοσχερής -ής -ές [olosxerís] Ε10 : που αφορά όλα τα στοιχεία της έννοιας στην οποία αναφέρεται: ~ ήττα. Yπέστησαν ολοσχερή καταστρο φή. ολοσχερώς ΕΠIΡΡ εντελώς, πλήρως: Tο εργαστήριο καταστράφηκε ~.

[λόγ. < αρχ. ὁλοσχερής· λόγ. < ελνστ. ὁλοσχερῶς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες