Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ολοσκόρπιστος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ολοσκόρπιστος, επίθ.
  • Εντελώς διασκορπισμένος, διαλυμένος:
    • φουσσάτο … ολοσκόρπιστο (Ερωτόκρ. Δ́ 1064).

[<ολο‑ + επίθ. σκορπιστός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες