Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ολοσίδηρος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ολοσίδηρος, επίθ.· ολοσίδερος· πληθ. ουδ. ολοσίδεραν.
  • 1)
    • α) Κατασκευασμένος ολόκληρος από σίδερο:
      • (Τρωικά 5339
      • πόρτες ολοσίδερες (Θησ. Ζ́ [1151]
    • β) (σε μεταφ.):
      • ονόμαζον (ενν. τους Λατίνους) … στήλας ολοσιδήρους (Παράφρ. Χων. 718).
  • 2)
    • α) (Προκ. για πολεμιστή) καλυμμένος ολόκληρος με σιδερένια πανοπλία και συνεκδ. πάνοπλος:
      • (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 380
      • εδειλίασαν … τα άρματά τους, ότι ήσαν ολοσίδηροι (Τρωικά 5316
    • β) (προκ. για μέλη του σώματος):
      • τα χέρια του κι η κεφαλή (ενν. του ανθρώπου) … όλα είναι ολοσίδερα (Φυσιολ. (Legr.) 365).

[αρχ. επίθ. ολοσίδηρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες