Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ολονυχτίς [olonixtís] επίρρ. : (λογοτ.) καθ΄ όλη τη διάρκεια της νύχτας.
[μσν. ολονυχτίς < φρ. όλ(η) -ο- + νύχτ(α) -ίς, κατά τα άλλα επιρρ. σε -ίς: νωρίς]
[Λεξικό Κριαρά]
- ολονυχτίς, επίρρ.
- βλ. οληνυκτίς.



