Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ολονυκτία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ολονυκτία η [oloniktía] & ολονυχτία η [olonixtía] Ο25 : (εκκλ.) ιερή ακολουθία που διαρκεί όλη τη νύχτα· (πρβ. αγρυπνία): Στις εκκλησίες γίνονται ολονυκτίες λόγω των θεομηνιών. || (προφ., ειρ.) για ολονύκτια διασκέδαση: Πάλι ~ είχες χθες το βράδυ;

[λόγ. < μσν. ολονυκτία (ενν. ακολουθία) ουσιαστικοπ. θηλ. του ελνστ. επιθ. ὁλονύκτιος· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

[Λεξικό Κριαρά]
ολονυκτία η.
  • 1) Διανυκτέρευση, επαγρύπνηση όλη τη νύχτα:
    • οι Μόσχοβοι ολονυκτία 'ποίκαν, οι Λέχοι … εκοιμηθήκαν (Βίος Δημ. Μοσχ. 605).
  • 2) Ιερή ακολουθία με έντονα παρακλητικό χαρακτήρα που διαρκεί όλη τη νύχτα, αγρυπνία:
    • ολονυκτίες κάμουσιν όλα τ’ αγιαστήρια (αυτ. 738).

[θηλ. του επιθ. ολονύκτιος ως ουσ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες