Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ολομόναχος, επίθ.· 'λομόναχος.
-
— Βλ. και μοναχός.
- 1) (Επιτ.) τελείως μόνος
- α) (χωρίς τη συντροφιά ή την παρουσία άλλων):
- ολομόναχος στέκεται στον δρυμώνα (Θησ. Έ [66]· Φορτουν. Ιντ. γ́ 29)·
- β) (χωρίς την παρουσία ερωτικού συντρόφου):
- να καίγεται ολομόναχος 'ς τσ’ αγάπης την οδύνη (Ερωτόκρ. Ά 2078)·
- γ) (προκ. για ορφανό):
- (Ερωτόκρ. Β́ 618)·
- δ) (με προηγ. το επίθ. μόνος):
- μόνος κι ολομόναχος … επορπάτει (Ερωτόκρ. Ά 1067)·
- ε) (στον πληθ. με αριθμητ. ή με τον εμπρόθ. προσδ. με + αιτιατ. προκ. να δηλωθεί συνοδεία ή συντροφιά από κάπ. ή κάπ. πολύ οικείους):
- να 'ν’ οι δυο ολομόναχοι (Ερωτόκρ. Ά 1093)·
- ήμασθεν ολομόναχοι με τα παιδόπουλά μας (Λίβ. Sc. 2083).
- α) (χωρίς τη συντροφιά ή την παρουσία άλλων):
- 2) (Συνεκδ.) τελείως αβοήθητος, που ενεργεί χωρίς τη συμπαράσταση ή βοήθεια άλλων:
- εβγήκεν ολομόναχος και με τη δύναμή του τσ’ εχθρούς … έδιωξε (Ερωφ. Δ́ 576· Τζάνε, Κρ. πόλ. 43824).
- 3) (Σε χρ. οριστικής αντων.) ο ίδιος, από μόνος μου:
- τ’ όνομα μόνο (ενν. του Ρινάλδου) σώνει τσι πράξες του ολομόναχο στον κόσμο να ξαπλώνει (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Γ́ 22).
- Η λ. σε επιρρ. χρ. για να δηλωθεί τέλεια μοναδικότητα, αποκλειστικότητα:
- εδόθη μ’ ολομόναχη τον κόσμο να γεμίζω χαρές (Πανώρ. Πρόλ. 13· Ροδολ. Β́ 270).
[<ολο‑ + επίθ. μοναχός. Ο τ. και σήμ. ποντ., όπου και άλλοι τ. Η λ. στο Meursius και σήμ.]
- 1) (Επιτ.) τελείως μόνος
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ολομόναχος -η -ο [olomónaxos] Ε5 : που είναι εντελώς μόνος: Mην αφήνεις το παιδί ολομόναχο. Πέθαναν οι δικοί του κι έμεινε στον κόσμο ~.
[μσν. ολομόναχος < ολο- + μονάχος]