Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ολοκληρωτισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ολοκληρωτισμός ο [oloklirotizmós] Ο17 : πολιτικό σύστημα, συνήθ. μονοκομματικό, που χαρακτηρίζεται από υπερβολική ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας, επιβολή μονολιθικότητας στην κοινωνία και καταπάτηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων· (πρβ. δικτατορία): Ο ναζισμός επέβαλε τη στυγνότερη μορφή ολοκληρωτισμού.

[λόγ. ολοκληρωτ(ικός)2 -ισμός μτφρδ. αγγλ. totalitarianism]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες