Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ολοκληρία η [olokliría] Ο25 : μόνο στη λόγια έκφραση καθ΄ ολοκληρία(ν), εντελώς, πλήρως· ΣYN έκφρ. εξ ολοκλήρου.
[λόγ. < ελνστ. ὁλοκληρία `ακεραιότητα των μελών΄ σημδ. γαλλ. en entier]



