Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ολοανασκομπωμένος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ολοανασκομπωμένος, μτχ. επίθ.
  • Που έχει ανασηκωμένα τα μανίκια (για να κάνει κάπ. δουλειά):
    • γυμνός τα χέρια του (ενν. ο Ιούλιος) και ολοανασκομπωμένος (Λίβ. (Lamb.) N 912).

[<ολο+ μτχ. παρκ. του ανασκομπώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες