Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ολοανέκφραστος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ολοανέκφραστος, επίθ.· συγκρ. ολοανεκφραστότερος.
  • (Επιτ.) που δεν μπορεί να περιγραφεί, εντελώς απερίγραπτος, ανείπωτος:
    • (Επιθαλ. Ανδρ. Β́ 552).

[<ολο+ επίθ. ανέκφραστος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες